στεγανοῦ

στεγανοῦ
στεγανός
covering so as to keep out water
masc/neut gen sg
στεγανόω
to be covered over
pres imperat mp 2nd sg
στεγανόω
to be covered over
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ερμητικότητα — η [ερμητικός] η ιδιότητα τού εντελώς κλειστού, τού στεγανού, τού φραγμένου, η στεγανότητα …   Dictionary of Greek

  • στεγανότητα — η / στεγανότης, ητος, ΝΜΑ [στεγανός] η ιδιότητα τού στεγανού, το να είναι κάτι υδατοστεγές ή αεροστεγές νεοελλ. 1. τεχνολ. ιδιότητα υλικού ή τεχνουργήματος που εμποδίζει την μέσω αυτού διέλευση υγρών, αερίων, σκόνης ή υγρασίας 2. μτφ. πλήρης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”